- πονουμένῃ
- πονέομαιwork hardpres part mp fem dat sg (attic epic)πονέωwork hardpres part mp fem dat sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πονουμένη — πονέομαι work hard pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) πονέω work hard pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφοπόνος — νυμφοπόνος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ περὶ τὴν νύμφην πονουμένη» 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νυμφοπόνος τίτλος ποιήματος τού Σώφρονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + πόνος] … Dictionary of Greek